ὑπεκκομίζῃ — ὑπεκκομίζω pres subj mp 2nd sg ὑπεκκομίζω pres ind mp 2nd sg ὑπεκκομίζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομίζει — ὑπεκκομίζω pres ind mp 2nd sg ὑπεκκομίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομίσαι — ὑπεκκομίζω aor inf act ὑπεκκομίσαῑ , ὑπεκκομίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομισθείς — ὑπεκκομίζω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομίζειν — ὑπεκκομίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομίζων — ὑπεκκομίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομίσασθαι — ὑπεκκομίζω aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξεκομίσαντο — ὑπεκκομίζω aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεκκομισθείσας — ὑπεκκομισθείσᾱς , ὑπεκκομίζω aor part pass fem acc pl ὑπεκκομισθείσᾱς , ὑπεκκομίζω aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek